εἰρήνη

εἰρήνη
εἰρήνη
Grammatical information: f.
Meaning: `peace, time of peace' (Il.), cf. Trümpy Fachausdrücke 183ff., later `peace-treaty', in the LXX also `(wish) of blessing' as Hebraism (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); as name of a goddess daughter of Zeus and Themis (Hes.).
Other forms: ἰράνα (Dor., Boeot., Arc. etc.), also ἰρήνα (Gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας gen.; asp. sec.), ἰρείνα Thess.), εἰρήνα (Delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (NWGgr. etc.), εἴρηνᾰ (Aeol., gramm.), Εἰρήνα, -άνη (EN, Lycia)
Compounds: As 1. member in εἰρηνο-ποιός (X.) a. o.
Derivatives: εἰρηναῖος `peaceful' (Hdt.), εἰρηνικός `belonging to peace' (Att. hell.; after πολεμικός; Chantraine, Études sur le vocab. grec 151); denomin. verb εἰρηνεύω `keep peace, live in peace' (Pl.) with εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω `id.' (Arist., after πολεμέω). - On the Lacon. PN Ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Άντίδωρον 155.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The many dialect forms cannot be combined under one form but must be loans with incomplete adaptation (Leumann Hom. Wörter 277 w. n. 27). The original anlaut is perh. after a hesitating suggestion of Wackernagel IF 25, 327 n. 1 (Kl. Schr. 1023 a. 1) a in Ionic and elsewhere pronounced open ἰ̄ρ-, which was in Attic first rendered by ἐ-, later by εἰρ-; the Attic orthography became dominant. The meaning of -ρήνη, -ρά̄νᾱ etc. is uncertain; cf. Schwyzer 189. - No etymology; Pre-Greek origin is very prob. already because of the ending (Άθήνη, Μυκήνη etc.); thus e. g. Chantraine Formation 206). - Further see Brugmann and Keil Sächs. Ber. 68 : 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; further Trümpy l.c.
Page in Frisk: 1,467

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εἰρήνη — peace fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρήνη — peace fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἰρηνέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἰρηνέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰρήνῃ — Εἰρήνη peace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρήνῃ — εἰρήνη peace fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — η 1. κατάσταση ησυχίας και τάξης σε κάποιον τόπο, απουσία εσωτερικών ταραχών ή εξωτερικών πολέμων. 2. ομόνοια, αρμονικές σχέσεις μεταξύ ατόμων και λαών: Απειλείται η παγκόσμια ειρήνη. 3. συνθήκη ειρήνης ή απλά ειρήνη, το σύνολο των όρων που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ειρήνη — η κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ειρήνη — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 194 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του… …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμον μὲν γὰρ εἰρήνη μάλλον βεβαιοῦται. См. Если хочешь мира, готовься к войне …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. — ἐκ πολέμου μὲν γαρ εἰρήνη μᾶλλον βεβαιοῦται. См. Хочешь покою, готовься к бою …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”